λιθοβολίας

λιθοβολίας
λιθοβολίᾱς , λιθοβολία
throwing of stones
fem acc pl
λιθοβολίᾱς , λιθοβολία
throwing of stones
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λιθάρι — το (AM λιθάριον, Μ και λιθάριν και λιθάρι) μικρός λίθος, πετραδάκι νεοελλ. 1. λίθος, πέτρα («στρώμα χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια», Πολίτ.) 2. ο λίθος που χρησιμοποιείται στη λιθοβολία 3. το αγώνισμα τής λιθοβολίας 4. η μυλόπετρα 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • λιθοβόλος — Ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του αρχαίου ελληνικού πεζικού. Πολεμούσε μαζί με τους γυμνήτες και τους ακοντιστές και πετούσε πέτρες με τα χέρια ή με το λιθοβόλο, μηχάνημα που έριχνε πέτρες σε μεγάλες αποστάσεις εναντίον οχυρών ή στρατιωτών.… …   Dictionary of Greek

  • φώκος — Όνομα 2 μυθικών προσώπων. 1. Ήταν γιος του Ορνυτίωνα ή του Ποσειδώνα και εγγονός του Σίσυφου. Σύμφωνα με την παράδοση οδήγησε αποίκους από την Κόρινθο στη γύρω περιοχή του Παρνασσού, η οποία, από το όνομά του, ονομάστηκε Φωκίδα. Ηρώο του Φ.… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργαντάς, Νικόλαος — (1880 – 1958). Ολυμπιονίκης στη δισκοβολία και στη λιθοβολία. Αθλητής του Πανελληνίου ΓΣ, αφού καθιερώθηκε ως πανελλήνιος πρωταθλητής ρίψεων (στα αγωνίσματα ρίψεων συγκαταλεγόταν τότε και η λιθοβολία), συμμετείχε στην Ολυμπιάδα του Σεντ Λούις των …   Dictionary of Greek

  • λιθάρι — το ιού 1. μικρή πέτρα, πετραδάκι: Καθάρισα την αυλή από τα λιθάρια. 2. το αγώνισμα της λιθοβολίας: Έριξαν το λιθάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”